χαριτολογία

χαριτολογία
η
η ομιλία με χάρη, η ευφυολογία, το ευφυολόγημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαριτολογία — η, Ν 1. η ενέργεια τού χαριτολογώ 2. χαρίτολόγημα, ευφυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Βαλαωρίτη] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • αστειολόγημα — αστειολόγημα, το και αστειολογία, η χαριτολόγημα, χαριτολογία: Τα αστειολογήματά του τις περισσότερες φορές ήταν κακόγουστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”